- κρειῶν
- κρέαςfleshneut gen pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρείων — και κρέων, οντος, ο, θηλ. κρείουσα και κρέουσα, δωρ. θηλ. κρείοισα) (για βασιλείς, ηγεμόνες και θεούς) άρχοντας, κύριος, δεσπότης («ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέων, με μετρική έκταση. Συνδέεται με αβεστ.… … Dictionary of Greek
Κρείων — ruler masc nom sg Κρεῖος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρείων — ruler masc nom sg κρεί̱ων , κρεῖον meat tray neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρειόντων — Κρείων ruler masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρειόντων — κρείων ruler masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρεῖον — Κρείων ruler masc voc sg Κρεῖος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεῖον — κρείων ruler masc voc sg κρεῖον meat tray neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρείοντα — Κρείων ruler masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρείοντα — κρείων ruler masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρείοντας — Κρείων ruler masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)